- ἕζοντο
- ἕζομαιseat oneselfaor ind mid 3rd pl (epic)ἕζομαιseat oneselfimperf ind mp 3rd pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἕζονθ' — ἕζοντο , ἕζομαι seat oneself aor ind mid 3rd pl (epic) ἕζοντο , ἕζομαι seat oneself imperf ind mp 3rd pl (epic) ἕζονται , ἕζομαι seat oneself pres ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἕζοντ' — ἕζοντο , ἕζομαι seat oneself aor ind mid 3rd pl (epic) ἕζοντο , ἕζομαι seat oneself imperf ind mp 3rd pl (epic) ἕζονται , ἕζομαι seat oneself pres ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εις — (I) και εισέ και σε και σ( ) προ φωνήεντος ή τών πλαγίων πτώσεων τού άρθρου (AM εἰς και ές) πρόθ. που δηλώνει: 1. μέσα («..χύνονται στη θάλασσα», «οἵ τ εἰς ἅλαδε προρρέουσιν») 2. κίνηση προς, σε τόπο («πήγες εις το Μεσολόγγι», «εἰσέβαλε... ἐς… … Dictionary of Greek
ταπεινός — ή, ό / ταπεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (με θετ. σημ.) μετριόφρονας, σεμνός (α. «παρά το ότι έχει πετύχει πολλές διακρίσεις στον χώρο τής επιστήμης του, είναι πολύ ταπεινός» β. «ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν προσευχὴν τῶν ταπεινῶν», ΠΔ) 2. (με αρνητική σημ.) α)… … Dictionary of Greek